τελουμένη

τελουμένη
τέλλω
accomplish
fut part mid fem nom/voc sg (attic epic)
τελέω
fulfil
fut part mid fem nom/voc sg (attic epic)
τελέω
fulfil
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τελουμένῃ — τέλλω accomplish fut part mid fem dat sg (attic epic) τελέω fulfil fut part mid fem dat sg (attic epic) τελέω fulfil pres part mp fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMPHIDROMIA — etsi von fuerit Amphidromiorum publica sollennitas, sed privatorum affectibus conscrata: tamen hîc omittenda nonfuit, quodcum omnes sigillatim homines specter, etiam Δημοτελὴς appellari quodammodo videarut. Igitur Α᾿μφιδρόμια, vel ut alii… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ταινάριος — ία, ον, Α [Ταίναρος / Ταίναρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Ταίναρο 2. το θηλ. Ταιναρία προσωνυμία τής Αρτέμιδος 3. (το αρσ. εν.) προσωνυμία τού Ποσειδώνος 4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ταινάριοι οι μετέχοντες στα Ταινάρια …   Dictionary of Greek

  • μοττοφαγία — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θυσία τις ἐν Σαλαμῑνι τῆς Κύπρου τελουμένη» …   Dictionary of Greek

  • ογδόδιον — ὀγδόδιον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θυσία παρὰ Ἀθηναίοις τελουμένη Θησεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ὀγδοαῖον (βλ. λ. ὀγδοαῖος). Κατ άλλους, πρόκειται για συνθ. (βλ. αυτόδιον)] …   Dictionary of Greek

  • οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… …   Dictionary of Greek

  • προλόγια — τὰ, Α [προλογώ] (κατά τον Ησύχ.) «θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη. Λάκωνες» …   Dictionary of Greek

  • συνοίκιον — και αττ. τ. ξυνοίκιον, τό, Α [συνοικος] 1. οίκημα προσαρτημένο σε άλλο μεγαλύτερο κτίσμα, παράσπιτο 2. στον πληθ. τὰ συνοικία και ξυνοίκια (στην αρχ. Αθήνα) ετήσια εορτή τελούμενη τη 17η ημέρα τού μήνα Βοηδρομιώνος ή, κατ άλλους, τη 16η τού… …   Dictionary of Greek

  • χαρίστιος — ον, Α 1. χαριστήριος* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρίστια οικογενειακή γιορτή στους Ρωμαίους, τελούμενη στις 20 Φεβρουαρίου, κατά την οποία εξομαλύνονταν οι οικογενειακές έριδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίζω, ομαι, μέσω ενός αμάρτυρου τ.… …   Dictionary of Greek

  • χοροστάς — άδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) γιορτή τελούμενη με χορούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάς, στάδος (< θ. στα δ τού ἵστημι, πρβλ. στάδην, στάδιος), πρβλ. παρα στάς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”